- προστέγιον
- προστέγιον, τό,A = προτέγιον, Plu.Caes.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστέγιον — και προτέγιον, τὸ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη + επίθημα ιον (πρβλ. ὑπο στέγιον)] … Dictionary of Greek
προστεγίῳ — προστέγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέγιον — τὸ, Α βλ. προστέγιον … Dictionary of Greek